συννεφώ

συννεφώ
(I)
-έω, Μ
συννέφω*
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα σε -έω/].
————————
(II)
-όω, Μ
είμαι σκυθρωπός, είμαι λυπημένος, είμαι στενοχωρημένος («τί τὸ πρόσωπον συννεφοῑς», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα ρ. σε -όω/-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”