- συννεφώ
- (I)-έω, Μσυννέφω*[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα σε -έω/ῶ].————————(II)-όω, Μείμαι σκυθρωπός, είμαι λυπημένος, είμαι στενοχωρημένος («τί τὸ πρόσωπον συννεφοῑς», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα ρ. σε -όω/-ῶ].
Dictionary of Greek. 2013.